- παρεφηβεία
- παρεφηβεία, [dialect] Ion.[suff] παρευτακτ-είη, ἡ,A status of α Παρέφηβος (perh. = παρεύτακτος), Epigr. in Abh.Berl.Akad. 1909(2).62 (Samos, ii/i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεφηβεία — και ιων. τ. παρεφηθείη, ἡ, Α (αμφβλ. σημ.) η κατάσταση τού παρεφήβου, αμάρτυρη λέξη, ίσως το να είναι κανείς μέλος ενός σωματείου ή ομίλου εφήβων … Dictionary of Greek